- κατραπακώνω
- [κατραπακιά]κατραπακιάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατραπακώνω — κατραπάκωσα, κατραπακώθηκα, κατραπακωμένος, δίνω κατραπακιές: Τον κατραπάκωσε το μαθητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)